εξαντλημένη απ' αυτή τη μέρα που δεν ξημέρωσε ποτέ, ταΐζω το στομάχι μου καπνό και καφέ και κείνο δεν παραπονιέται καθόλου πια, βγαίνω έξω να περπατήσω στ' αψηλώματα της πόλης, στις γέφυρες και στους λόφους με τα φυτευτά πεύκα, κοίτα πως λυγάνε στο νοτιά, μα ποιος να τ' ακούσει, βιάζονται όλοι να βρουν μια θέση, να παρκάρουν όσο πιο κοντά στο νεκρό, συνωστισμός σήμερα στην απότομη στροφή, κάποιος γνωστός θα πέθανε, ίσως κι αγαπητός, τα γεροντάκια όμως που πάνε στην κηδεία όλο μ' αποστρέφονται, γέρνουν το κεφάλι τους με συμπόνια κι αηδία ίσως γιατί αναβλύζει σήψη σε κάθε βήμα η κάθε μου εκπνοή, λυγίζει το κορμί μου κι ο λογισμός μου πιστά τ' ακολουθεί, θρηνώ δίχως θρήνους γι' όλα τα δεινά του κόσμου σήμερα που δε λέει να ξημερώσει, για κείνα που δεν τα ξέρω παρά μόνο σαν ειδήσεις και για κείνα που δεν ήρθανε ακόμη,ακολουθώ το κορμί στις άκρες και στ' αψηλώματα και κανείς δε με περιμένει στ' αλήθεια κι ούτε γω περιμένω κανέναν εκτός ίσως απ' αυτόν που σίγουρα θα 'ρθει, ελεύθερη και ζωντανή, αμήχανη στην ηδονή της αγάπης,ανίκανη στους τρόπους του ζειν, αφήνομαι σ' αυτήν αίσθηση της απέραντης θλίψης.
Αύριο όμως θα σηκωθώ,θα σηκωθώ να ζήσω,ίσως ψάξω για καμιά δουλειά.
22/11/15